- ναρκίσσινος
- -ινη, -ο (Α ναρκίσσινος -ίνη, -ον) [νάρκισσος]αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.)αρχ.αυτός που έχει το χρώμα τού ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.